Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(τὰ τείχη

  • 1 стеиа

    стеи||а
    ж ὁ τοίχος, τό ντουβάρι, τό μουράγιο:
    городская \стеиа τά τείχη τής πόλης· воздвигнуть стену κτίζω τείχος· \стеиа комнаты ὁ τοίχος τοῦ δωματίου· окружить \стеиаой περιτειχίζω· ◊ в четырех \стеиаа́х κλεισμένος μέσα (στό σπίτι)· припереть, прижать кого́-л. к \стеиае κολλώ κάποιον στον τοίχο, στριμώχνω κάποιον лезть на стену γίνομαι ἔξαλλος.

    Русско-новогреческий словарь > стеиа

  • 2 город

    -а, πλθ. -а, -ов α.
    1. πόλη, πολιτεία, χώρα•

    столичный город πρωτεύουσα•

    главный город πρωτεύουσα νομού ή επαρχίας•

    -а-герои πόλεις -ηρωίδες•

    в черте -а μέσα στα τείχη της πόλης, στο εσωτερικό αυτής•

    за -ом έξω από την πόλη, στα προάστεια, στα περίχωρα• στην εξοχή•

    зеленный город πράσινη πόλη (με πολύ πράσινο).

    2. παλ. πόλη εντός φρουρίου.
    3. (στα σκλαβάκια) το διαχωρισμένο μέρος κάθε ομάδας.
    εκφρ.
    за -ом – στα προάστεια•
    ни к селуни к -у – χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο.

    Большой русско-греческий словарь > город

  • 3 запретительный

    επ.
    απαγορευτικός•

    -ые меры απαγορευτικά μέτρα•

    - ые пошлины ή тарифы κ.τ.τ. απαγορευτικοί δασμοί ή δασμολογικά τείχη (υψηλοί δασμοί).

    Большой русско-греческий словарь > запретительный

  • 4 кремлёвский

    επ.
    του Κρεμλίνου•

    -ие башни οι πύργοι του Κρεμλίνου•

    -ие стены τα τείχη του Κρεμλίνου.

    Большой русско-греческий словарь > кремлёвский

  • 5 подступить

    -уплю, -упишь
    ρ.σ.
    1. πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω, κοντεύω•

    враг -ил к стенам города ο εχθρός πλησίασε τα τείχη της πόλης•

    -ла осень πλησίασε το Φθινόπωρο.

    2. εμφανίζομαι, φτάνω, έρχομαι εισχωρώ•

    слёзы -ли к её глазам δάκρυα της ήρθαν στα μάτια•

    боль -ла под самое сердце ο πόνος έφτασε ως την καρδιά.

    πλησιάζω, προσεγγίζω, ζυγώνω, σιμώνω.

    Большой русско-греческий словарь > подступить

  • 6 стена

    -ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.
    1. τοίχος•

    каменная стена πέτρινος τοίχος•

    -ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.

    2. το τείχος•

    стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•

    -ы города τα τείχη της πόλης.

    || μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•

    непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).

    3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•

    стена рва η πλευρά της τάφρου.

    εκφρ.
    стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•
    стена в -уβλ. προηγούμενη έκφραση•
    стена на -уβλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•
    в четыре -ах (сидеть,житьκ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•
    как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•
    как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > стена

  • 7 циклопический

    επ.
    κυκλώπιος•

    -ие стены τα κυκλώπια τείχη.

    || τεράστιος, πελώριος.

    Большой русско-греческий словарь > циклопический

См. также в других словарях:

  • τείχη — τεί̱χη , τεῖχος wall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τεί̱χη , τεῖχος wall neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τειχέω build walls pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τειχέω build walls imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αναστασιανά τείχη — Τα τείχη που έχτισε ο Αναστάσιος A’ στην Κωνσταντινούπολη για να την προστατέψει από τις επιδρομές, κυρίως των Γότθων. Εκτείνονταν από την πόλη Σηλυβρία της Προποντίδας έως την πόλη των Δέρκων στον Πόντο. Είχαν μήκος 23 χλμ., ύψος 5,84 μ. και… …   Dictionary of Greek

  • Μακρά Τείχη — Ονομασία δύο τειχών ελληνικών πόλεων της κλασικής εποχής. 1. Ονομασία δύο τμημάτων τειχών, τα οποία ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά και αποτελούσαν μέρος του μεγάλου αμυντικού έργου του αθηναϊκού κράτους. Διακρίνονταν στο Βόρειο, στο Νότιο ή διά… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»